σοφισμάτων

σοφισμάτων
σόφισμα
acquired skill
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

  • εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… …   Dictionary of Greek

  • Proclus Mallotes — Proclus or Proklos Mallotes ( el. Πρόκλος Μαλλώτης) was a Stoic philosopher and a native of Mallus in Cilicia. According to the Suda he was the author of* A Commentary on the Sophisms of Diogenes (ὑπόμνημα τῶν Διογένους σοφισμάτων) * a treatise… …   Wikipedia

  • ГАЛЕН —     ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ.     Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… …   Античная философия

  • εμπυρριχίζω — ἐμπυρριχίζω (Α) αλαζονεύω, κομπάζω, υπερηφανεύομαι για κάτι με τρόπο όχι κόσμιο («ἐμπυρριχίζων τῇ τῶν σοφισμάτων στροφῇ», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • εξανάγω — (Α ἐξανάγω) [ανάγω] ναυτ. 1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά 2. παθ. εξανάγομαι αποπλέω, βγαίνω στ ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ. β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῑσαι», Ηρόδ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • εξευρίσκω — (AM ἐξευρίσκω) [ευρίσκω] επινοώ, εφευρίσκω («ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων ἐξευρίσκων», Αισχύλ.) νεοελλ. εξοικονομώ μετά από αναζήτηση αρχ. 1. ανακαλύπτω («εἴ ποθεν ἐξεύροι», Ομ. Ιλ.) 2. αναζητώ και βρίσκω 3. αποκτώ 4. παρέχω 5. ερευνώ …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίνος — (3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Ευβουλίδη, εριστικός και φίλος των σοφισμάτων. Συνέγραψε το έργο Περί αγωγής από το οποίο σώθηκε μόνο ένα απόσπασμα, τα Απομνημονεύματα και τον Παιάνα.Η εριστική του διάθεση στάθηκε αφορμή για… …   Dictionary of Greek

  • Πριγγιλεύς, Νικηφόρος — Λόγιος και ιερομόναχος του 17ου αι. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Σπούδασε στα Γιάννενα κοντά στον Νικ. Κούρσουλα και δίδαξε στην Αθήνα. Έγραψε διάφορα έργα το σπουδαιότερο από τα οποία τιτλοφορείται: Περί ύλης ιατρικής και είναι παράφραση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”